Movie Time: Ρόμα – Roma

Ρόμα (Roma, Μεξικό 2018) του Alfonso Cuarόn

με τους Marina de Tavira, Yalitza Aparicio, Diego Cortina Autrey

Πολλά από τα γεγονότα και τα περιστατικά της ταινίας είναι αυτοβιογραφικά. Πίσω από τις μικρές καθημερινές ιστορίες των ανθρώπων διαφαίνεται η δικτατορία, όχι σε πρώτο πλάνο, χωρίς συνθήματα και περισσότερο υπαινικτικά, διηθείται μέσα κι απ’ αυτές τις ιστορίες· οι άνθρωποι της ταινίας παρακολουθούν την Ιστορία να διαδραματίζεται ταυτόχρονα με τις ζωές τους.

Ρόμα είναι το όνομα μιας συνοικίας στην πόλη του Μεξικού. Εκεί, σ’ ένα μεγάλο σπίτι ζουν η μητέρα (πτυχίο βιοχημείας, αλλά δεν εργάζεται), ο πατέρας (γιατρός, σχεδόν πάντα απών), τέσσερα παιδιά, η γιαγιά, οι δύο υπηρέτριες και ο σκύλος (που ποτέ δεν βγαίνει στον έξω κόσμο)· μια αστική οικογένεια του 1970. Ο σκηνοθέτης επιχειρεί να ζωντανέψει την κοινωνία όπου μεγάλωσε και τις γυναίκες που τον μεγάλωσαν. Κεντρικό πρόσωπο-κρίκος που συνδέει τα μέλη της οικογένειας είναι η νεαρή χαμηλών τόνων υπηρέτρια Κλεό, που φροντίζει το σπίτι και τον σκύλο, λατρεύει τα παιδιά και τα προστατεύει σαν φύλακας-άγγελός τους, κι όλα αυτά βιώνοντας το προσωπικό δράμα της· κάποιος που της ορκιζόταν αιώνια αγάπη την αφήνει έγκυο και την εγκαταλείπει για λόγους «ταξικούς», αν και ο ίδιος ανήκει στους λούμπεν. Αλλά σε αυτές τις περιπτώσεις, καλά το ξέρουμε, τουλάχιστον εκείνην την εποχή, καλύτερα να είσαι λούμπεν και άντρας, παρά να είσαι και λούμπεν και γυναίκα. Άλλωστε, στην δοκιμασία αυτή της συμπαραστέκεται η εργοδότριά της υπερβαίνοντας τις κοινωνικές διαφορές τους, γιατί και η ίδια γνωρίζει την εγκατάλειψη από τον σύζυγο. “Οι γυναίκες είμαστε πάντα μόνες», θα της πει· οι άνθρωποι μπορούν να γεφυρώσουν κοινωνικά χάσματα που τους χωρίζουν, όταν (κυρίως διότι) μπορούν να τους χτυπήσουν όλους οι ίδιες συμφορές, αφού όλες οι συμφορές είναι για τους ανθρώπους.

Αλλά κύριος σκοπός του σκηνοθέτη είναι να αναπαραστήσει τη ζωή των παιδικών του χρόνων. Εξ ου και η ίδια βαρύτητα στα συμβεβηκότα πέρα από τις καταστάσεις που αντιμετωπίζουν οι δύο γυναίκες· στο εσωτερικό του κινηματογράφου με την προβολή αποσπασμάτων από τις ταινίες που αγάπησε, κατά τη φωτιά στο δάσος που χαλάει τη διασκέδαση των αστών και οι οποίοι παρακολουθούν θέαμα. Το ίδιο κι όταν η Χούντα σκοτώνει (την ημέρα της Σφαγής του Κόρπους Κρίστι του 1971) εκατό άοπλους φοιτητές, κι οι ήρωες της ταινίας βλέπουν τα γεγονότα από το παράθυρο. Η δε εικόνα της μάνας που κατάχαμα στη μέση του δρόμου θρηνεί πάνω από το νεκρό παιδί της, μας θυμίζει τα δικά μας.

Αρχικά οι εξωτερικοί θόρυβοι μοιάζουν συνεχείς, η γαλήνη και η ησυχία φαινομενικά κυριαρχούν στο εσωτερικό του σπιτιού, που θα μπορούσε ν’ αποτελεί ασφαλές καταφύγιο. Καθώς προχωράει η ταινία όμως, τόσο οι εκτός κάδρου θόρυβοι όσο και μικρές λεπτομέρειες μέσα στα πλάνα μαρτυρούν μια πραγματικότητα που κοχλάζει, τόσο στην ευρύτερη κοινωνία όσο και εντός της οικογένειας, σε σύγκρουση με την κατ’ επίφασιν ονειρική ηρεμία της τελευταίας. Η μεξικανική κοινωνία της εποχής, θεμελιωδώς ανδροκρατική και πατριαρχική, αποτελείται από άνδρες ανεύθυνους και γυναίκες που επωμίζονται τα πάντα κι εγγυώνται την οικογενειακή συνοχή, και το κάνουν μάλλον με ασύνειδο τρόπο. Οι ασπρόμαυρες εικόνες επιτείνουν ένα διαρκές συναίσθημα μελαγχολίας που διαποτίζει την ταινία. Ένα μικρότατο άνοιγμα προς τους αιθέρες, περνάει ένα αεροπλάνο που καθρεπτίζεται στα νερά με τα οποία η Κλεό πλένει τα πλακάκια της αυλής, καθημερινά «διακοσμημένα» από σκυλίσια περιττώματα, τα οποία κατά καιρούς πατάνε οι ένοικοι και σίγουρα το αυτοκίνητό τους, που οι μεγάλοι επιμένουν να το χωρέσουν στο στενό υπόστεγο πριν φθάσουν στην είσοδο του σπιτιού. Με τη σημειολογία τους όλα αυτά, σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης.

Η σχέση ολονών με το σκυλί είναι η κατά κατιούσα μορφή εξουσία και καταπίεση που ξεκινάει από το κράτος περνώντας στην κοινωνία κι από κει στην οικογένεια, από τους δυνατότερους στους πιο αδύναμους. Ένα από τα τελευταία πλάνα της ταινίας εστιάζει στο σκυλί και στο κλουβί με τα πουλιά· εκείνο πηδάει όσο πιο ψηλά μπορεί, μήπως και κατορθώσει να ελευθερωθεί ή να δει έστω μια εικόνα από τον έξω κόσμο. Εκείνα φτερουγίζουν τρομαγμένα επιχειρώντας να ξεφύγουν από τη φυλακή τους. Ένας αέναος κύκλος επαναλήψεων συμπεριφορών και καταστάσεων, το σκυλί που το εμποδίζουν να βγει, το αυτοκίνητο που χτυπάει στους τοίχους, η μπάντα της μουσικής που περνάει και την οποία κανείς δεν ακούει, οι αιώνιες δουλειές του σπιτιού, όλα δείχνουν μια καθημερινότητα που δεν επηρεάζεται από τίποτε και που δεν θ’ αλλάξει ποτέ.

Στο Μεξικό η νοοτροπία της υπεροχής των αστών έναντι των εργατών και οι διαφορές μεταξύ «κυρίαρχων» και «ιθαγενών» ίσως έχουν υποχωρήσει, αλλά κατάλοιπά τους επιστρέφουν στις μέρες μας παραλλαγμένα. Αυτό που μας προσφέρεται είναι ένα θέαμα ζωής θυμίζοντας τη φόρμα του ιταλικού νεορεαλισμού, κοιταγμένο όμως μ’ ένα βλέμμα πιο άμεσο σε σχέση μ’ εμάς και την εποχή μας, κι επιπλέον τρυφερό και νοσταλγικό για την παιδική ηλικία. Ο σκηνοθέτης κινηματογραφεί το έδαφος, τον ουρανό, το ενδιάμεσο, στέκεται στις εκφράσεις των προσώπων και των σωμάτων των ανθρώπων αλλά και των ζώων, κι από κει και πέρα τις μάζες, τους φοιτητές, τις φανφάρες, ό,τι φαίνεται, γίνεται αισθητό με τη φαντασία ή ιδεατό με μια ποιητική μορφή που αποδίδεται με αφοπλιστική απλότητα. Σε ένα εξαιρετικό πλάνο-σεκάνς η Κλεό μπαίνει στην θάλασσα αψηφώντας τα κύματα, για να σώσει τα παιδιά από πνιγμό, κι ας μην ξέρει μπάνιο. Η δε σκηνή του τοκετού της είναι τόσο συγκλονιστική, που κανένας θεατής δεν θα ξεχάσει.

Η Μαρία Πάλλα είναι ιστορικός και συγγραφέας. Έχει εκδώσει ύο βιβλία τα οποία είναι οι «Απώλειες» (διηγήματα) και η «Μικρή Μεγάλη Εβδομάδα» (μυθιστόρημα). Επίσης μόλις κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα της «Οι Αρχάριες». Παράλληλα στο διαδίκτυο έχουν δημοσιευθεί διάφορα διηγήματα και νουβέλες της.

Δεν Υπάρχουν Σχόλια