Movie Time: Insult – Η προσβολή
Η προσβολή (Insult, Λίβανος-Γαλλία 2017), του Ziad Doueiri
Με τους Adel Karam, Kamel El Basha, Camille Salameh, Rita Hayek, Diamand Bou Abboud, Julia kassar.
Τα λόγια των ηρώων συχνά ηχούν σαν αποφθέγματα που θα θέλαμε να συγκρατήσουμε. Ή, αν προτιμάμε, τσιτάτα, αν και η λέξη έχει μου φαίνεται μια χροιά ειρωνείας. Σαν να παίρνουμε μαθήματα σχετικά με ιδεολογία, στάση και συμπεριφορά, ανοχή, αποδοχή. Μάλλον λειτουργεί και παρηγορητικά, με την έννοια της κάθαρσης όπως την διατύπωσε ο Αριστοτέλης στον ορισμό της τραγωδίας. Βγαίνοντας από την αίθουσα ο θεατής συλλογίζεται αυτά που είδε στην οθόνη, η δύναμη των νοημάτων είναι ικανή να τον κάνει καλύτερο άνθρωπο.
«Εδώ είναι Μέση Ανατολή», σκέφτονται όλοι ανεξαιρέτως οι ήρωες, μάλιστα ένας τους το διατυπώνει κιόλας. Όπως οι γείτονές μας κι εμείς λέμε «Εδώ είναι Βαλκάνια» – θυμόμαστε τον στίχο του Διονύση Σαββόπουλου – , από την άλλη μεριά της ηπείρου μας λένε «Εδώ είναι Δυτική Ευρώπη», ή οι Σουηδοί, «Εδώ είναι Βόρεια Ευρώπη» και ούτω καθ’ εξής· κάθε μια από τις φράσεις αυτές περιέχει νόημα γεωπολιτικό, ιστορικό, κοινωνικό, με το οποίο η ιστορία και η γεωγραφία τις έχει επιφορτίσει. Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στην ταινία.
Ο Τόνυ, χριστιανός Λιβανέζος – ο προσδιορισμός όχι χωρίς σημασία σ’ αυτήν την χώρα την σπαραγμένη από τους εμφυλίους πολέμους και όχι μόνον – πλένοντας το μπαλκόνι του καταβρέχει τον Γιάσερ, Παλαιστίνιο εργοδηγό που βρίσκεται από κάτω. Από αυτό το τυχαίο περιστατικό οι δυο τους θα βρεθούν στα δικαστήρια κι ένα κατάβρεγμα θα ξεσηκώσει τους θερμόαιμους και από τις δυο πλευρές και θα μεταστραφεί σε εθνικό ζήτημα που θα απασχολήσει ολόκληρη τη χώρα των κέδρων, τον Λίβανο, καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης, αφού η σύγκρουση μεταξύ των δύο καταλήγει σε αντιπαράθεση μεταξύ κοινοτήτων. Η ιστορία διαδραματίζεται στη Βηρυτό του σήμερα, αναφέρεται όμως και σε ιστορικά γεγονότα «ξεχασμένα», όπως η σφαγή του Νταμούρ το 1976, κατά την οποία εκατοντάδες Λιβανέζοι χριστιανοί δολοφονήθηκαν από μουσουλμάνους Λιβανέζους και Παλαιστίνιους πολιτοφύλακες. Από τη στιγμή που μια χώρα σκεπάζει κρύβοντας ένα μέρος της εθνικής μνήμης της, κάποτε θα ξεσπάσει η βία.
Οι διάδικοι είναι και οι δύο καλοί άνθρωποι. Αγαπούν τις γυναίκες τους, τη δουλειά τους, επιθυμούν δικαιοσύνη, κι η αρχική οργή τους υποχωρεί όσο συνεχίζεται η δίκη, παραδέχονται στους δικηγόρους τους ότι λάθη διέπραξαν κι ατοί τους, κάπου έσφαλαν. Αλλά πάνω από την καλοσύνη τους ή παράλληλα μ’ αυτήν αντέχει η μισαλλοδοξία, το μίσος και η τάση εκδίκησης, οι διχασμοί, που διαποτίζουν όλη τη χώρα. Το δικαστήριο στην ταινία θυμίζει τις κινηματογραφικές μεγάλες δίκες αλά αμερικανικά, έχει ένταση, συγκίνηση, εκπλήξεις, αιφνιδιασμούς. Με κανένα στρατόπεδο δεν συντάσσεται ο σκηνοθέτης. Τον ενδιαφέρει η αλήθεια και μόνον η αλήθεια και για να το πετύχει, συμπλέκει διαρκώς το ιδιωτικό με την πολιτική. Κι έχει δηλώσει ότι η ταινία του είναι μια ταινία συμφιλίωσης. Γι’ αυτό, άλλωστε, κανένας τους δεν βγαίνει χαμένος, κανένας κερδισμένος. Στο άκουσμα της απόφασης συμπεριφέρονται σαν να έχουν κερδίσει τη δίκη αμφότεροι.
«Μιλάμε τόσο πολύ για τον αγώνα σας», λέει ο συνήγορος του Τόνυ στον κατηγορούμενο Γιάσερ, «που αφήσαμε απ’ έξω τους άλλους. Η αλήθεια είναι πως όλα οφείλονται σε μια πληγή που δεν λέει να κλείσει. Ας γίνει η αρχή από τούτη την αίθουσα να υπολογίζουμε και να αποδεχόμαστε τον άλλον. Κανείς δεν έχει μονοπώλιο στον πόνο».
Αλλά και η ετυμηγορία που ανακοινώνει η πρόεδρος του δικαστηρίου είναι ανακουφιστική: «Φαίνεται απλή υπόθεση, αλλά δεν είναι. Και οι δύο ισχυρίζεστε πως έχετε δίκιο. Το θέμα μας είναι να βρούμε ποιος από σας έχει άδικο, ή το πιο πολύ άδικο. Τα λόγια είναι πάνω από τη σωματική βία, ή ενοχοποιούνται εξίσου; Σίγουρα η σωματική βία είναι απαράδεκτη. Δεν παίρνεις τον νόμο στα χέρια σου, εκτός αν βρίσκεσαι σε αυτοάμυνα. Επίσης, η προσβολή έχει την ίδια βαρύτητα με την σωματική βία, όταν εξευτελίζει και προκαλεί οδύνη; Μπήκαμε στον πειρασμό να κηρύξουμε και τους δυο σας ενόχους, όμως τα στοιχεία που υπέβαλαν οι δικηγόροι σας μας οδήγησαν εκεί όπου άρχισε αυτή η υπόθεση».
Και σ’ αυτήν την ταινία την τιμητική τους έχουν οι γυναίκες, που όλες ενσαρκώνουν θετικούς χαρακτήρες. Από τις συζύγους του Τόνυ και του Γιάσερ, ως την νεαρή δικηγόρο, αντίδικο του μεγαλοδικηγόρου πατέρα της, αλλά και την πρόεδρο του δικαστηρίου. «Οι άντρες, άμυαλοι, παλεύουν σαν τα κοκόρια. Οι γυναίκες είναι αυτές που θα τους συμμαζέψουν· άλλωστε, οι γυναίκες δεν πάνε στον πόλεμο», μοιάζει να μας λέει ο σκηνοθέτης. Με μαύρο χιούμορ καυτηριάζει τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα που καλά κρατούν στη χώρα του, που όμως καλά κρατούν και παγκοσμίως. Είναι δύσκολο να συμβιώσει κανείς με άλλους, όταν θρησκείες διαφορετικές και οι ιδεολογίες που τις στηρίζουν εμποδίζουν την προσέγγιση και την συμφιλίωση. Μακάρι να έλειπε η φρίκη που προκαλεί ο παράλογος πόλεμος στα μικρά παιδιά, που την κουβαλούν κι ως ενήλικοι. Ο κόσμος θα ήταν καλύτερος, αν περιορίζονταν έως αφανισμού η ανθρώπινη βλακεία, η ανθρώπινη σκληρότητα, ο ρατσισμός, ο εθνικισμός, η αλληλλοσφαγή. Η ξενοφοβία στον Λίβανο, όπως παντού, συντηρείται κι εκδηλώνεται μέσα από λόγια και πράξεις διάφορων: δικηγόρων, Μέσων, πολιτικών, καθημερινών ανθρώπων. Αυτή δηλητηριάζει τον κοινό βηματισμό σε μια χώρα, αυτή λειτουργεί ως τροχοπέδη στην πρόοδο της κοινωνίας της.
Η αγαπημένη μου Μαρία Πάλλα έγραψε αυτήν την τόσο όμορφη κριτική και ήθελα να την μοιραστώ μαζί σας. Η Μαρία Πάλλα είναι ιστορικός και συγγραφέας. Έχει εκδώσει δύο βιβλία τα οποία είναι οι «Απώλειες» (διηγήματα) και η «Μικρή Μεγάλη Εβδομάδα» (μυθιστόρημα). Επίσης μόλις κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα της «Οι Αρχάριες». Παράλληλα στο διαδίκτυο έχουν δημοσιευθεί διάφορα διηγήματα και νουβέλες της.