Movie Time: Mαίρη Σέλλεϋ
Mαίρη Σέλλεϋ (Mary Shelley, συμπαραγωγή Ιρλανδίας-Λουξεμβούργου-Μεγάλης Βρετανίας, 2018) της Haifaa Al Mansour. Με τους Elle Fanning, Douglas Booth, Tom Sturridge, Bel Powley
Στα δεκαέξι χρόνια της, η Mary Wollstonecraft Godwin, ορφανή από μητέρα, έχει μεγαλώσει στο βιβλιοπωλείο του πατέρα της κι αγαπάει τα γράμματα, όπως τ’ αγαπούσε η μητέρα της. Ερωτεύεται τον ποιητή Percy Shelley και φεύγει μαζί του. Η σχέση τους είναι θυελλώδης, όπως και οι ιδέες τους που στις αρχές του 19ου αιώνα δεν πρόκειται να γίνουν αποδεκτές. Το ζευγάρι προσκαλείται στον πύργο του λόρδου Μπάιρον στη Γενεύη κι εκεί, πριν καν κλείσει τα είκοσι, η Μαίρη συλλαμβάνει την ιδέα της συγγραφής του «Φρανκεστάιν», απευθυνόμενου σε μια κοινωνία που δεν άφηνε κανένα περιθώριο στις γυναίκες των γραμμάτων.
Η Haifaa Al Mansour, πρώτη γυναίκα-σκηνοθέτις από την Σαουδική Αραβία που γύρισε την «Wadjda» (2012), ασχολείται περισσότερο με την φεμινιστική πλευρά της βιογραφίας και λιγότερο με την λογοτεχνία και τη δημιουργία του ίδιου του «Φρανκεστάιν». Η Μαίρη Σέλλεϋ ανήκει στις συγγραφείς που ισοπέδωσε η εποχή τους, επί το ακριβέστερον: η φαλλοκρατία του καιρού τους, του πρώτου μισού του 19ου, που δεν θεωρούσε τις γυναίκες ικανές να συγγράφουν και περιφρονούσε τα έργα τους τα οποία, όταν δημοσιεύονταν, δημοσιεύονταν με αρσενικό ψευδώνυμο. Μέσα από την οπτική της κάμερας της Μανσούρ γίνεται η υπέρμαχος του δικαιώματος των γυναικών να γράφουν, μια μορφή προφητική του φεμινισμού ο οποίος θα εμφανισθεί εκατό χρόνια αργότερα. Γίνεται αντιληπτή η αιτία και ταυτόχρονα ο στόχος που ώθησαν τους παραγωγούς να στηρίξουν μια τέτοια ταινία, η σύγκριση δηλαδή με το καθεστώς στη Σαουδική Αραβία για τις γυναίκες, όπου η γυναίκα δεν είναι τίποτε χωρίς σύζυγο κι όπου ως χθες δεν την εμπιστεύονταν να οδηγεί αυτοκίνητο (ας μην ασχοληθούμε με τα δεινά της γυναικείας κατάστασης στη χώρα της σκηνοθέτιδας. Θα μας βγάλει από το θέμα μας).
Οι εκδότες αρνούνται να τυπώσουν τον «Φρανκεστάιν», παρ’ όλο που τον θαυμάζουν, εκτός κι αν η Μαίρη δεχθεί να μπει το όνομα του συζύγου της. Τελικά το έργο θα εκδοθεί ανώνυμα, με τίτλο «Φρανκεστάιν ή ο σύγχρονος Προμηθέας» και με εισαγωγή του Σέλλεϋ, τον Ιανουάριο του 1818.
Είναι τέτοια η ένταση του περιβάλλοντος στο οποίο ζει και ονειρεύεται η Μαίρη, που η εξέλιξη καθίσταται φυσική ώθηση προς την συγγραφή του «Φρανκεστάιν». Με μια λεπτότητα στην ατμόσφαιρα το υπερφυσικό εισχωρεί στο πραγματικό, με δυσδιάκριτο όριο ανάμεσα στα δύο. Η Μαίρη στοχάζεται στο κοιμητήριο ανάμεσα στους τάφους, ή ανάμεσα στα βιβλία, αυτά κυρίως αποτελούν τις πηγές της έμπνευσής της. Αλλά και η ίδια η ζωή της είναι περιπετειώδης: έχει μια αδελφή υπό την προστασία της, έναν πατέρα ουδέτερο και σίγουρα αδιάφορο, έναν γοητευτικό σύντροφο που την καταταλαιπωρεί, και πολύ έντονη παρουσία στη ζωή της έχει η νεκρή μητέρα της. Θεωρεί ότι γεννήθηκε «για να εγκαταλείπεται» (τέτοιο θα είναι και το τέρας που επινόησε)· από τη μητέρα της, που πέθανε μερικές μέρες μετά τη γέννησή της, από τον πατέρα, που την αρνήθηκε εξαιτίας του τρόπου ζωής της, από το παιδί της, που θα το χάσει πολύ γρήγορα, από τον άντρα που αγαπάει τέλος, τον ποιητή Percy Bysshe Shelley. Οι σχέσεις ανάμεσα στους ήρωες φθίνουν ανάμεσα σε διαψεύσεις, προδοσίες, σκληρότητα, ανοχή και αντοχή. Η Μαίρη υποτιμά την ίδια της την ύπαρξη, αν και δεν αισθάνεται υπεύθυνη για τη δυστυχία της ζωής της, κι είναι αναμενόμενο να ξεφεύγει πλάθοντας ιστορίες και να τις καταγράφει βρίσκοντας διέξοδο στο γράψιμο.
Η σκηνοθέτις θέλησε να φωτίσει μερικά γεγονότα της ζωής της συγγραφέως για να μπορέσει να καταλάβει καλύτερα το έργο της, με την ελπίδα να γίνει διακριτή η ουσία της έμπνευσής της. Έτσι, ο «Φρανκεστάιν» δεν είναι μόνο η ιστορία ενός τέρατος. Ο «Φρανκεστάιν» γεννήθηκε μέσα από την ψυχολογική θύελλα και το πάθος, μέσα από την απώλεια του παιδιού της, αλλά και από μια σειρά απογοητεύσεων που προκάλεσαν στη συγγραφέα του θλιβερή απομόνωση, και η ταινία αφηγείται αυτήν την «ματαίωση» της ηρωίδας της. Ο Πέρσυ θα πάρει στοιχεία από τον χαρακτήρα του Φρανκεστάιν, η δε μαχητική Μαίρη θα μετατραπεί σ’ ένα εύθραυστο πλάσμα που δέχεται όλες τις ταπεινώσεις και τους συμβιβασμούς, από έρωτα, σε αντίθεση με τα αρχικά πιστεύω της. Η Haifaa al-Mansour πετυχαίνει να μεταγράψει το συναίσθημα του εγκλεισμού των ηρώων στα πάθη τους και στην απελπισμένη μοναξιά τους.
Από την ταινία μάλλον λείπουν οι στιγμές της μαγείας, της ποίησης, της φαντασίωσης, που θα υπηρετούσαν καλύτερα ένα τέτοιο θέμα και που θ’ ανέβαζαν στο στερέωμα τη Μαίρη Σέλλεϋ (κι αυτό που ήταν η μοίρα της). Είχε μια προσωπικότητα και μια ζωή έξω από τα ήθη και τις νόρμες της εποχής της, οπότε η ταινία χρειαζόταν περισσότερη τόλμη και «τρέλα», την οποία η σκηνοθέτις πλουσιοπάροχα χειρίζεται σε ό,τι αφορά στους ανδρικούς χαρακτήρες (Πέρσυ Σέλλεϋ, Μπάιρον). Ο θεατής μένει με την αίσθηση ότι απλώς πληροφορήθηκε μερικά βιογραφικά που σκιαγραφούν την ηρωίδα, χωρίς μεγάλες εκπλήξεις· βλέπουμε πιο πολύ τη γυναίκα, όχι την συγγραφέα, όπως και στις περιπτώσεις των Σέλλεϋ και Μπάιρον, που η υπερβολή στην επισήμανση των ελαττωμάτων τους επισκιάζει το ποιητικό έργο τους.
Αλλ’ όμως είναι μια ταινία καλοσκηνοθετημένη, με ρυθμό και με αφήγηση που κρατάει ως το τέλος ζωηρό το ενδιαφέρον του θεατή. Αξιοσημείωτη κι αξιοθαύμαστη είναι η φωτογραφία: οι εικόνες είναι εξαιρετικής ομορφιάς, με υπέροχες αναπαραστάσεις του φωτεινού-σκοτεινού και του κλίματος της εποχής, είτε πρόκειται για εξωτερικά πλάνα, είτε για εσωτερικά, ημερήσια ή νυχτερινά, αξέχαστα πραγματικά.
Η Μαρία Πάλλα είναι ιστορικός και συγγραφέας. Έχει εκδώσει δύο βιβλία τα οποία είναι οι «Απώλειες» (διηγήματα) και η «Μικρή Μεγάλη Εβδομάδα» (μυθιστόρημα). Επίσης μόλις κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα της «Οι Αρχάριες». Παράλληλα στο διαδίκτυο έχουν δημοσιευθεί διάφορα διηγήματα και νουβέλες της.