Movie Time: Miss Julie – Δεσποινίς Τζούλια
Δεσποινίς Τζούλια (Fröken Julie, Νορβηγία-Μ. Βρετανία-Ιρλανδία-Γαλλία, 2014)
της Liv Ullmann, με τους Jessica Chastain, Colin Farrell, Samantha Morton.
Το μονόπρακτο Fröken Julie του August Strindberg που πρωτοπαίχτηκε στη Δανία το 1889 πήρε η Λιβ Ούλμαν και το μετέφερε στον κινηματογράφο υπογράφοντας το σενάριο και τη σκηνοθεσία. Η επί δεκαετίες άριστη στο παίξιμό της ηθοποιός πέρασε πίσω από την κινηματογραφική μηχανή δημιουργώντας μοναδικές ταινίες.
Τρία πρόσωπα στη μεγάλη κουζίνα ενός πύργου (Fermanagh, Β. Ιρλανδία), η Τζούλια, κόρη Αγγλοϊρλανδού αριστοκράτη, ο βαλές του πατέρα της Τζων και η μαγείρισσα Κάθλιν, μια νύχτα που όλοι γιορτάζουν τo θερινό ηλιοστάσιο, κατά την οποία υποτίθεται πως καταργούνται οι κοινωνικές διαφορές.
Αυτή η νύχτα κι αυτή η κουζίνα συνιστούν το χωροχρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα παιχτεί η τραγωδία. Ο θνησιγενής καταδικασμένος έρωτας ανάμεσα στην Τζούλια και στον Τζων, πριν καλά καλά εκδηλωθεί, μετατρέπεται σε μίσος και βαίνει προς δραματική κατάληξη.
Σ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα (κοινωνικές τάξεις την εποχή του Στρίντμπεργκ) υπάρχει το καλύτερο και το χειρότερο. Αλλά η προσπάθεια να ξεφύγει κανείς από τη κοινωνική μοίρα του δεν βασίζεται παρά στην αυταπάτη. Αυτό αποδεικνύεται σαφέστατα και στην περίπτωση της νεαρής ευγενούς, εγκλωβισμένης μέσα στους κανόνες που της επιβάλλει η τάξη στην οποία ανήκει.
Καμιά ενέργεια δεν έχει ως κίνητρο μια και μόνη αιτία· άρα δεν μπορούμε να την εξετάζουμε μόνον από μια οπτική γωνία. Η Τζούλια μεγάλωσε ουσιαστικά μόνη έχοντας χάσει από πολύ μικρή τη μητέρα της, η οποία όμως δεν την αγαπούσε κι επιπλέον της πέρασε την έμμονη ιδέα να μισεί τους άνδρες. Ο πατέρας απόμακρος και στην απομόνωση εξαιτίας της απώλειας της γυναίκας του. Η μαγείρισσα Κάθλιν αποδέχεται τις κοινωνικές διαφορές που την εκμηδενίζουν ως άνθρωπο, χρησιμοποιώντας την θρησκευτική πίστη ως άλλοθι για ν’ αντέχει την κατωτερότητα της κοινωνικής θέσης της.
Οι χαρακτήρες του Τζων και της Τζούλιας, τα αδιέξοδα στα οποία οδηγούνται αποκτούν χαρακτηριστικά δραματικής κορύφωσης που συναντάμε στις ελληνικές τραγωδίες, και η Τζούλια γίνεται ο τελικός κριτής – από μηχανής Θεός που θα οδηγήσει σε μια περίεργη κάθαρση, γιατί λειτουργεί ως τιμωρός με οδυνηρό βεβαίως τρόπο. Εκείνη είναι αυταρχική, δεσποτική, υπεροπτική, ανυπόφορη, εκείνος χλευαστικός, κυνικός, ρηχός σαλτιμπάγκος. Και οι δύο όμως είναι εύθραυστοι νιώθοντας απελπιστικά μόνοι, φοβισμένοι, πληγωμένοι, δεν γνωρίζουν – αλλά και δεν αναζητούν τον τρόπο να διαχειριστούν τα υπαρξιακά τους, επιπλέον εκείνη να υπερβεί τους κανόνες, εκείνος να ανελιχθεί κοινωνικά.
Και οι δύο θέλουν να επιβληθούν, μα και να κυριαρχηθούν. Η καχυποψία, η περιφρόνηση, η υπερηφάνεια κι η αλαζονεία περνάει συνεχώς από τον έναν στον άλλον. Όταν η γυναίκα Τζούλια επιχειρεί να επιβληθεί στον άνδρα Τζων με τον ίδιο τρόπο που επιβάλλεται στον υπηρέτη της, τότε ξυπνάει η βίαιη αντίδραση του άνδρα, που την περιφρονεί μέχρις απορρίψεως.
Κι ο ίδιος μεγάλωσε σ’ ένα κοινωνικό περιβάλλον που έσταζε δυστυχία. Μικρό παιδί ξυπνώντας βρήκε νεκρό τον αδελφό του, από πείνα, στο κρεβάτι που μαζί μοιράζονταν. Ανέβαινε τον φράχτη του πύργου και παρατηρούσε από μακριά την καθημερινότητα των πλουσίων που ο ίδιος δεν θα γνώριζε ποτέ.
Η σύγκρουση επομένως της Τζούλιας και του Τζων δεν είναι σύγκρουση και αγώνας εξουσίας μεταξύ άνδρα – γυναίκας μόνο, είναι στην πραγματικότητα ενδεικτική της πάλης των τάξεων, καθ’ όσον οι αποφάσεις, οι πράξεις και οι ενοχές έχουν κοινωνικά κίνητρα. Αλλά λειτουργεί και σε ψυχαναλυτικό επίπεδο η δραματική αλλαγή που συντελείται εντός της Τζούλιας.
Αν η έννοια του τραγικού συνίσταται εν πολλοίς στην αυτοακύρωση και την καταστροφή, καθώς το τραγικό εδώ αναδύεται από την αναπόφευκτη σύγκρουση, βλέπουμε την Τζούλια σιγά σιγά να ταπεινώνεται και να μετατρέπεται σ’ ένα πλάσμα ακόμα πιο περιφρονημένο και «ανάξιο» από την μαγείρισσα και τον βαλέ του πατέρα της, προκειμένου να προχωρήσει μόνη προς το δραματικό κρεσέντο, καθώς έχει καταντήσει ένα «άβουλο» και πειθήνιο ον που κατευθύνεται από τον Τζων.
Τα βιώματα που κουβαλάνε οι δυο τους γίνονται θηριώδη και στο τέλος θα τους συνθλίψουν. Δεν είναι πάντα εύκολο στον θεατή να συλλάβει, να κατατάξει, να παρακολουθήσει τα ζητήματα ηθικής και κοινωνικής τάξεως που ανακύπτουν: κοινωνική κινητικότητα και περιθώριο, μόρφωση και στέρηση παιδείας, κοινωνικές ελίτ και χαμηλά κοινωνικά στρώματα πνιγμένα στη μιζέρια, ο παραμυθητικός λόγος της εκκλησίας πάνω σ’ όσους δεν έχουν καμιά ελπίδα σ’ αυτήν την γη, και πώς όλα τα παραπάνω κι άλλα ακόμα βαραίνουν πάνω στον άνδρα και στη γυναίκα, τι είδους διαφορετικό τίμημα πληρώνει καθένας τους, με δεδομένο ότι στο πεδίο της μάχης για επικράτηση κανείς τους δεν βγαίνει νικητής.
Κι ο θεατής παρακολουθεί – κυρίως συμμετέχει σε – μια επώδυνη διαδικασία που τον αναγκάζει να διαπιστώσει, να προβληματισθεί, να κατανοήσει κι αν είναι δυνατόν ν’ αλλάξει στον εαυτό του και στη ζωή του ό,τι θα επιδεχόταν αλλαγή.
Ταινία που μεταφέρει το θέατρο στον κινηματογράφο, γυρισμένη στην κουζίνα ενός πύργου με λίγα έως ελάχιστα εξωτερικά πλάνα και τρεις πρωταγωνιστές. Εκτός από την ίδια την περιπέτεια των ηρώων του Στρίντμπεργκ και το δυνατό κείμενο – που τα μετέτρεψε σε αριστουργηματικό σενάριο η Λιβ Ούλμαν – , συναρπάζει η απίστευτη μαεστρία στο στυλιζάρισμα των ηθοποιών και της ζοφερής ατμόσφαιρας, στην πλημμύρα συναισθημάτων, τελικά η άψογη σκηνοθεσία.
΄Ο,τι κι αν εισπράξει κανείς ως αισθητικό αποτέλεσμα, η ταινία στην συνολική αποτίμησή της το υπερβαίνει. Τα πλάνα παραπέμπουν στους Προραφαηλίτες ζωγράφους του 19ου αιώνα με μια ομορφιά που ο θεατής θα θυμάται για πολύ πολύ καιρό.