Movie Time: O καλύτερος φίλος μου – Mon meilleur ami

O καλύτερος φίλος μου (Mon meilleur ami, Γαλλία, 2006) του Patrice Leconte
Με τους Daniel Auteuil, Dany Boon, Julie Gayet

Μια σατιρική κωμωδία απολαυστική, που μέσα από εύστοχες ατάκες έρχεται να μας ξαναθυμίσει κάποιες αξίες σ’ έναν κόσμο που κινδυνεύει να τις χάσει, αν δεν τις έχασε κιόλας. Ορισμένοι διάλογοι και σκηνές είναι πράγματι ξεκαρδιστικά, χωρίς ποτέ να πέφτουν στην ευτέλεια, και πάντα με μια ποιότητα που διαποτίζει την ταινία. Τα θέματα της φιλίας, της μοναξιάς, της δύσκολης επικοινωνίας, της προδοσίας, της τέχνης και της σχετικότητας των γνώσεων και των βεβαιοτήτων μας θίγονται χωρίς να επαναλαμβάνονται κουραστικά τα μηνύματα, με αποτέλεσμα η ταινία να βλέπεται ευχάριστα. Οι δόσεις του κωμικού και του σοβαρού απόλυτα ελεγχόμενες, κάποτε μ’ έναν κάποιο κυνισμό, και με την υπογραφή του Patrice Leconte, που μας έχει δώσει εξαιρετικές ταινίες.

Η σκηνοθεσία αξιοποιεί το δίδυμο Daniel Auteuil / Dany Boon, δύο μοναδικών ηθοποιών, που μας χαρίζουν εκπλήξεις και συγκίνηση μέσα από την αφήγηση της μάλλον απίθανης συνάντησης δυο τελείως διαφορετικών ανθρώπων με τραβηγμένα ως την υπερβολή χαρακτηριστικά, στα όρια του: του Φρανσουά, γκαλερίστα και «ειδικού» σε θέματα τέχνης που δεν χαμογελάει ποτέ, υπερβολικά σοβαρού και σίγουρου για τον εαυτό του και του Μπρούνο, συμπαθητικού και χαρωπού οδηγού ταξί, φλύαρου, ανοιχτού και ταυτόχρονα συνεσταλμένου και αγχώδους, «κολλημένου» στις εγκυκλοπαιδικές γνώσεις ιστορίας και τέχνης.

Ο έμπορος τέχνης λοιπόν Φρανσουά πρέπει σε δέκα μέρες να «ξεθάψει» από το παρελθόν του κάποιον που να παρουσιάσει ως τον καλύτερο φίλο του, για να κερδίσει το στοίχημα που του βάζει η συνεταίρος του, αλλιώς θα χάσει τον ελληνικό αμφορέα που πλήρωσε μια περιουσία. Χωρίς να το σκεφθεί, δέχεται το στοίχημα, σίγουρος ότι έχει πολλούς φίλους, γρήγορα όμως διαπιστώνει ότι η ατζέντα του περιλαμβάνει μόνον ονόματα συνεργατών και πελατών. Συμπτωματικά γνωρίζεται με τον Μπρούνο στο ταξί του δεύτερου και η περιπέτεια της αναζήτησης φίλου αρχίζει για τον Φρανσουά, που φθάνει στο σημείο να θέτει σε άγνωστους στον δρόμο ερωτήματα σχετικά με τη φιλία.

Το στοίχημα, που εξυπηρετεί εύστοχα το είδος της κωμωδίας, χρησιμοποιείται και ως βάση όπου θα στηριχθεί ο προβληματισμός για το είδος των ανθρώπινων σχέσεων που σφυρηλατούμε στις μέρες μας: υπάρχει αληθινή φιλία; Πόσους αληθινούς φίλους μπορεί να έχει κανείς στη ζωή του; Οι παιδικές φιλίες κρατάνε μια ολόκληρη ζωή; Χρειαζόμαστε πραγματικά τη φιλία; Μήπως αληθινή φιλία δεν υπάρχει, αλλά μόνον οι δικές μας διαπιστώσεις γι’ αυτήν; Μπορούμε να κάνουμε παζάρια με τη φιλία, αγοράζεται και πουλιέται η φιλία; Μπορούμε να μιλάμε για φιλία, όταν οι ενέργειές μας είναι ιδιοτελείς ή όταν νομίζουμε ότι τα λεφτά μπορούν να τ’ αγοράσουν όλα, ή όταν προσπαθούμε να επηρεάσουμε τα αισθήματα των άλλων; Και στο τέλος τέλος, μια συμπεριφορά είναι φιλική, όταν θέλουμε ή κάνουμε το καλό στον άλλον, όταν τον βοηθάμε και του δίνουμε το χέρι μας. Γιατί τα μεγαλοποιούμε τα πράγματα; «Δεν έχουμε φίλους», λέει ένας από τους ήρωες. «Μόνο ανθρώπους που εκτιμούμε λίγο ή πολύ».

Μήπως όμως όλο αυτό δείχνει την απόγνωση του σημερινού ανθρώπου που απεμπόλησε τους ίδιους του τους φίλους για χάρη της τεχνολογίας ή του χρήματος; Η συνεταίρος του τον κατηγορεί ότι δεν έχει ούτε έναν φίλο, αλλά όμως και η ίδια δεν έχει φίλους. Τα γέλια της παρέας στο ρεστοράν είναι απλώς για να περνούν ευχάριστα. Καμιά στενή φιλία δεν μαντεύει ο θεατής ανάμεσά τους. Αλλά ούτε κι ο ταξιτζής, όσο αγαπητός κι ευχάριστος κι αν είναι, δεν έχει στενούς φίλους, μόνο πελάτες που βαριούνται τη φλυαρία των εγκυκλοπαιδικών γνώσεων.


Η ταινία δεν κομίζει κάτι καινούριο. Ωστόσο, αυτά που μας λέει μας τα λέει χαριτωμένα και με φαντασία· το θέμα της φιλίας, κυρίαρχο από την αρχή ως το τέλος, αν και δεν έχει τίποτε το πρωτότυπο, είναι ακριβώς που αφήνει μια γλυκειά γεύση και συμπαθητικά αισθήματα στον θεατή. Φιλική διάθεση και φιλικές σχέσεις επαναλαμβάνονται στην καθημερινότητα κι αυτή η επανάληψη είναι που δίνει μια ελαφράδα στην ταινία, μια «ουδετερότητα» που την κρατάει σε μια ισορροπία τύπου γλυκό – πικρό, ελαφρό – βαρύ. Καταδεικνύονται αυτά που δεν συνιστούν φιλία (το συμφέρον, η φιλοδοξία, ο εγωισμός, η αλαζονεία, η απληστία) και μόλις προσεγγίζεται η ουσία της (εμπιστοσύνη, αλληλεγγύη, αυθορμητισμός, αμοιβαιότητα, αγάπη). Εκεί προς το τέλος της ταινίας ο θεατής δεν θα μείνει αδιάφορος απέναντι στην αυθεντική συγκίνηση, που τον ταυτίζει με τους ήρωες.

 

Η Μαρία Πάλλα είναι ιστορικός και συγγραφέας. Έχει εκδώσει δύο βιβλία τα οποία είναι οι «Απώλειες» (διηγήματα) και η «Μικρή Μεγάλη Εβδομάδα» (μυθιστόρημα). Επίσης μόλις κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα της «Οι Αρχάριες». Παράλληλα στο διαδίκτυο έχουν δημοσιευθεί διάφορα διηγήματα και νουβέλες της.

You May Also Like

Δεν Υπάρχουν Σχόλια